Πρωτοχρονιά

«32 κόκκινο».

Η φωνή του γκρουπιέρη βγήκε άψυχη, άχρωμη, με τέτοια ένταση που έκανε όσους ήταν γύρω από το τραπέζι να χωνέψουν το αναπόφευκτο του αποτελέσματος. Αυτό ήταν το τυχερό νούμερο της γύρας, και δεν άλλαζε με τίποτα.

Το ζευγάρι των πρωτάρηδων στη γωνία αγκαλιάστηκε για μια ακόμα φορά. Τους πήγαινε η βραδιά. Έτσι συμβαίνει πάντα με τους πρωτάρηδες. Η πρώτη τους βραδιά είναι καλή. Ο μπάρμπας δεξιά μου μούγκρισε μια Χριστοπαναγία και ήπιε μια γουλιά από το ουΐσκι του. Άρπαξε το ένα παγάκι με τη γλώσσα του και άρχισε να το μασουλάει. Το κρατς κρατς έκανε τις τρίχες της ραχοκοκαλιάς μου να σηκωθούν κάγκελο. Ο τύπος βρομούσε απλυσιά και ιδρωτίλα.

Όταν έκατσα στο τραπέζι ήταν ήδη εδώ και έχανε πολλά. Πάρα πολλά. Άλλαξε μάρκες άλλες τρεις φορές τις τελευταίες ώρες. Δεν αποκλείεται να ήταν άυπνος και να έπαιζε ασταμάτητα από το βράδυ των Χριστουγέννων. Καρφωμένος σε αυτή την καρέκλα. Σε αυτό το τραπέζι. Περιμένοντας να γυρίσει η τύχη του για να ρεφάρει. Αναπολώντας εκείνη την καταραμένη βραδιά που και εκείνος σαν πρωτάρης είχε κερδίσει.

Όσο για μένα; Για άλλη μια πρωτοχρονιά, τα τελευταία τριάντα χρόνια σε αυτό το καζίνο, μόνος, να προκαλώ την τύχη μου. Και για άλλη μια πρωτοχρονιά η βραδιά δεν πήγαινε καλά. Και ποτέ δεν θυμάμαι να πήγε καλά. Ούτε όταν υπήρξα πρωτάρης. Κοίταξα με απάθεια τις τελευταίες μου μάρκες, καθώς ο γκρουπιέρης τις έσυρε προς το μέρος του. Η δεύτερη αλλαξιά μου μόλις είχε τελειώσει. Χάζεψα την τελευταία γουλιά του ποτού μου πριν την φέρω στο στόμα μου και την πιπιλίσω. Ρούμι. Φτηνό λευκό ρούμι. Όχι επειδή μου άρεσε. Αλλά επειδή δεν συμπάθησα ποτέ μου κανένα άλλο ποτό. Αυτό απλά το ανεχόμουν περισσότερο. Και βραδιά στο καζίνο χωρίς ποτό δεν βγαίνει.

Κοίταξα το ρολόι μου. 4.30. Είχα άλλα 200 ευρώ στο πορτοφόλι μου. Πήγα να κάνω κίνηση και να πετάξω τα χαρτονομίσματα στον γκρουπιέρη. Για μερικές ακόμα γύρες. Για μερικά ακόμα πονταρίσματα. Για όσο αντέξω. Συγκρατήθηκα όμως. Δεν ήμουν σίγουρος πως ήθελα να συνεχίσω. Δεν έβγαινε απευθείας από την καρδιά μου. Υπήρχε ένα σφίξιμο, μια αμφιβολία. Ένα κάτι. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και με αργές και αποφασιστικές κινήσεις κατευθύνθηκα προς την έξοδο.

Προσπέρασα τα ζόμπι που περιφέρονταν από τραπέζι σε τραπέζι ευελπιστώντας πως θα άλλαζε η τύχη τους. Το πρόβλημα αυτών των ανθρώπων δεν ήταν πως έχαναν. Το πραγματικό τους πρόβλημα ήταν πως πίστευαν πως μπορούσαν να κερδίσουν. Κανένας τους δεν ήταν σε θέση να αποδεχτεί το αυτονόητο. Πως ό,τι και να γίνει, στο τέλος η μπάνκα είναι η μόνη κερδισμένη. Και αν κάποιες βραδιές είναι τυχερές και φεύγεις από εκεί μέσα με θετικό πρόσημο, τόσο το χειρότερο. Οι νύχτες που νικάς τη μπάνκα είναι η βενζίνη στη φωτιά της ματαιότητας. Γιατί τις υπόλοιπες βραδιές, η μπάνκα θα στα πάρει όλα πίσω και μάλιστα πολλαπλάσια.

Τα ήξερα όλα αυτά. Εμένα η μπάνκα δεν με ξεγέλασε ποτέ. Παίζω μονάχα μία βραδιά το χρόνο, κάθε χρόνο, τα τελευταία τριάντα χρόνια. Τη βραδιά της Πρωτοχρονιάς. Μόνος, χωρίς παρέα, έρχομαι εδώ πέρα, στο ίδιο καζίνο, στην άκρη της πόλης, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος και μένω μέχρι να τελειώσουν τα λεφτά μου. Η ίδια ρουτίνα. Ξανά και ξανά, χωρίς καμία προσδοκία, χωρίς καμία ελπίδα για τη νίκη. Απλά και μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού. Γιατί πάνω από όλα, αυτό είναι το πιστεύω μου. Η ζωή είναι ένα συνεχές ποντάρισμα.

Βγήκα έξω από το καζίνο. Ο αέρας του δάσους διαπέρασε το κορμί μου. Κούμπωσα βιαστικά το μπουφάν μου αλλά ήταν μάταιο. Έκανε κρύο και το ένιωθα μέχρι το κόκαλο. Ίσως να φταίει και ο χαμηλός αιματοκρίτης μου, όμως η αλήθεια είναι πως το κρύο με ταλαιπωρεί περισσότερο από τη ζέστη. Στο βάθος απλώνονταν τα φωτάκια της πόλης. Μια πόλη που γιόρταζε την αλλαγή της χρονιάς μέσα σε αμφιβολίες. Αμφιβολίες, όχι μονάχα για το μέλλον, αλλά και για το παρόν, ακόμα και για το παρελθόν της. Χωρίς προορισμό, χωρίς αφετηρία, χωρίς τροχιά. Περιφερόμενη στις καταστάσεις και έρμαιο στα καπρίτσια της μοίρας.

Έβγαλα ένα τσιγάρο και προσπάθησα να το ανάψω. Ο αέρας έσβησε τη φλόγα του αναπτήρα πριν καν προλάβει να φουντώσει. Έκανα μια χούφτα με τις παλάμες μου και φυλάκισα την άκρη του τσιγάρου και τον αναπτήρα. Ξαναπροσπάθησα. Μια, δυο τρεις, και τσαφ, η φλόγα βγήκε τρεμάμενη. Δεν άντεξε πολύ, αλλά πρόλαβα να τραβήξω τόσες τζούρες όσες χρειάζονταν για να ανάψει το τσιγάρο.

Ο αέρας δυνάμωσε και άρχισε να σφυρίζει σ τα αυτιά μου. Ζάρωσα ακόμα περισσότερο μέσα στο μπουφάν και σήκωσα τους γιακάδες σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ζεσταθώ. Τράβηξα δυο τρεις απανωτές τζούρες από το τσιγάρο μου ξεγελώντας τον εγκέφαλό μου με μια απατηλή αίσθηση θερμότητας. Σήκωσα το κεφάλι μου προς τον ουρανό και αντίκρισα τα αστέρια. Σκέφτηκα την κατάστασή μου. Ήμουν με 200 ευρώ στην τσέπη και δεν ήξερα τι να κάνω. Να συνεχίσω το παιχνίδι ή να πάω στο σπίτι μου να κοιμηθώ. Ήμουν στο περίπου. Όπως ήμουν στο περίπου γενικά στη ζωή μου.

Με πέντε δεκαετίες πορείας σε αυτό τον πλανήτη, αν έπρεπε να χαρακτηρίσω με μία λέξη την κατάστασή μου θα ήταν αυτή ακριβώς. Περίπου.

Περίπου επαγγελματίας.
Σε μια δουλειά που σιχαινόμουν και μισούσα, αναγκασμένος να κάνω κάθε μέρα υπομονή μόνο και μόνο για να μη βρεθώ στο δρόμο όπως τόσοι και τόσοι συνομήλικοί μου. Και μετά, άντε στα πενηντατόσο να σηκώσεις κεφάλι! Σε αυτή τη χώρα, σε αυτή την πόλη!

Περίπου πατέρας.
Με δυο παιδιά από ένα κατεστραμμένο γάμο, να τα βλέπω Σαββατοκύριακο παρά Σαββατοκύριακο προσπαθώντας ψυχαναγκαστικά να καλύψω το χαμένο έδαφος όλων των προηγούμενων ημερών που περνάνε με τη μάνα τους. Μέχρι πρόσφατα κάπως τα κατάφερνα με τα φράγκα και εξαγόραζα λίγη από την αγάπη τους με δώρα και επισκέψεις σε λούνα παρκ και σινεμά. Τα τελευταία χρόνια που τα φράγκα λιγοστέψανε, η μάχη αργά αλλά σταθερά χάθηκε. Και ας μην το έπαιρνα απόφαση να την παρατήσω.

Περίπου εραστής.
Με μια γυναίκα να παλεύει εναγωνίως να μπει περισσότερο στη ζωή μου και εγώ επίμονα να κρατάω αντίσταση και να την εμποδίζω. Χωρίς να τολμώ να τη χωρίσω, χωρίς να τολμά να με χωρίσει. Να σερνόμαστε και οι δύο απελπισμένοι σε ένα αδιέξοδο χορό, περιμένοντας ο ένας τον άλλον να σκάσει πρώτος.

Περίπου τζογαδόρος.
Να παίζω μονάχα μια φορά το χρόνο, αλλά σταθερά, με συνέπεια, μέχρι να μείνω ρέστος. Προσποιούμενος τον παίκτη που δεν τόλμησα να είμαι όλες τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου. Από τη μία η ανάμνηση ενός κατεστραμμένου από τον τζόγο πατέρα να χαλιναγωγεί το πάθος μου και από την άλλη το άτιμο το DNA να με φέρνει μια φορά το χρόνο εδώ.

Περίπου.
Περίπου.
Περίπου.
Σε όλα.

Και δεν είναι πως δεν προσπάθησα. Προσπάθησα. Στα πάντα. Και στη δουλειά μου, και στον γάμο μου, και με τα παιδιά μου, και με τη νέα μου σχέση, ακόμα και στα παιξίματά μου στο καζίνο. Δεν άφησα τίποτα χωρίς μάχη, δεν μου χαρίστηκε τίποτα χωρίς να το διεκδικήσω, δεν σηκώθηκα ποτέ από το τραπέζι πριν παίξω τα ρέστα μου. Όμως οι στροφές της ρουλέτας της ζωής δεν έφεραν τα νούμερα στα οποία πόνταρα. Απλά έχασα. Έπαιξα και έχασα.

Κοίταξα το τσιγάρο μου. Είχε σχεδόν τελειώσει. Τράβηξα την τελευταία τζούρα.
«Και τώρα τι μεγάλε;», ρώτησα τον εαυτό μου. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Ή θα κατευθυνόμουν προς το πάρκινγκ ή θα επέστρεφα να παίξω τα ρέστα μου. Για άλλη μια βραδιά, για άλλη μια Πρωτοχρονιά. Αναζήτησα το κινητό μου στο μπουφάν μου. Το βρήκα. Το έβγαλα και είδα την ώρα. Καλές πέντε. Και επίσης και ένα μήνυμα στην οθόνη. Δεν το αντιλήφθηκα, όσο ήμουν μέσα, γιατί το είχα στο αθόρυβο. Σιχαινόμουν τις πρωτοχρονιάτικες ευχές. Και πάντα το έβαζα στο αθόρυβο αυτές τις πρώτες ώρες της κάθε χρονιάς.

Ήταν ένα μήνυμα από εκείνη.

«Μου έχεις πει σιχαίνεσαι τις ευχές. Εγώ όμως σου λέω Χρόνια Πολλά. Σε σκέφτομαι. Σε περιμένω το μεσημέρι να φάμε μαζί. Μου λείπεις».

Χαμογέλασα ασυναίσθητα. Ίσως και να δάκρυσα λίγο. Σαν κάτι από τα περίπου μου να πήρε ξαφνικά μορφή. Σαν να έγινε κάτι συγκεκριμένο. Άξιζε μερικά πονταρίσματα ακόμα. Αλλά όχι εκεί μέσα. Έξω.

«Και εμένα μου λείπεις. Δεν θα ξανακάνω Πρωτοχρονιά μακριά σου. Ποτέ».

Πάτησα την αποστολή και έστειλα το μήνυμα. Η οθόνη μαρτύρησε πως όχι απλά έλαβε το μήνυμα, αλλά πως το διάβασε κιόλας. Ξαναχαμογέλασα, πλέον συνειδητά. Κατευθύνθηκα αποφασιστικά προς το εσωτερικό του καζίνο. Θα έπαιζα τα ρέστα μου και αυτή τη βραδιά. Για μια τελευταία φορά. Και από το ξημέρωμα και μετά, θα έπαιζα και τα ρέστα μου και με εκείνη. Μπορεί οι πρωτοχρονιές που ήταν μπροστά μου να ήταν λιγότερες από αυτές που ήταν πίσω μου, αλλά είχα ακόμα χρόνο για μια δυο καλές γύρες στη ρουλέτα της ζωής.

Βρέθηκα πάλι στο ίδιο τραπέζι, να κάθομαι πάλι δίπλα από τον ίδιο μπάρμπα που συνέχιζε να χάνει και να ιδρώνει σαν γουρούνι. Με κοίταξε.

«Επέστρεψες;», με ρώτησε.
«Ναι».
«Για να παίξεις;».
«Για τι άλλο», του απάντησα και έσπρωξα τα τελευταία μου ευρώ στο γκρουπιέρη ο οποίος μου μέτρησε προσεκτικά τις μάρκες που μου αναλογούσαν.
«Και σε τι θα ποντάρεις;», με ρώτησε ο μπάρμπας.
«Στο δεκατρία μαύρο», του απάντησα.
«Όλο το βράδυ σε αυτό ποντάριζες και έχανες», μου είπε με στόμφο ο μπάρμπας.
«Όχι μόνο αυτό το βράδυ. Αλλά κάθε βράδυ Πρωτοχρονιάς τα τελευταία τριάντα χρόνια. Δεν θα το αλλάξω τώρα, στο τελευταίο μου ποντάρισμα», του είπα και έσπρωξα όλες τις μάρκες μου στο δεκατρία μαύρο.


Ο γκρουπιέρης γύρισε τη ρουλέτα και απελευθέρωσε τη μπίλια. Σε λίγο η μαγική σφαίρα άρχισε να χοροπηδάει στα αυλάκια της ρουλέτας. Εγώ και ο μπάρμπας κοιτούσαμε με αγωνία μέχρι τη στιγμή που έκατσε στο τυχερό νούμερο. Η φωνή του γκρουπιέρη ανήγγειλε το νούμερο που κέρδιζε με τόνο άψυχο, άχρωμο, και με ένταση τέτοια ώστε να κάνει όσους ήμασταν γύρω από το τραπέζι να χωνέψουμε το αναπόφευκτο του αποτελέσματος.

Άλλη μια γύρα είχε ολοκληρωθεί, και το τελικό αποτέλεσμα δεν άλλαζε με τίποτα.

Πρώτη δημοσίευση στους Apodyoptes.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις