Ο Αλγόριθμος


Κοίταξε τα διαγράμματα στην οθόνη του υπολογιστή του. Ήταν τέλεια. Είχαν τη συμμετρία του Βαν Γκογκ και βουτούσαν στην ψυχή του σαν τη Γκερνίκα του Πικάσο. Και όμως, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από κατανομές πιθανοτήτων που βασίζονταν στα προσωπικά δεδομένα χιλιάδων ανθρώπων. Δεδομένα που λίγοι μονάχα τα είχαν δώσει εθελοντικά και εις γνώσιν τους. Τα περισσότερα τα είχε βρει στη συνέχεια ελεύθερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς να χρειαστεί να μπει στη διαδικασία να ζητήσει την άδεια για να τα αντλήσει.

Έξω ήταν νύχτα. Μια τυπική χειμωνιάτικη κρύα νύχτα σαν όλες τις άλλες. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν οι περισσότεροι. Γιατί μετά από το ξημέρωμα που θα ακολουθούσε τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο. Με το που θα πατούσε το κουμπί και θα απελευθέρωνε τον Αλγόριθμο στο διαδίκτυο, οι ζωές τους θα άλλαζαν για πάντα. Και αυτό χάρη στα δεδομένα που είχαν μοιραστεί μαζί του για τις ζωές τους, είτε το γνώριζαν είτε δεν το γνώριζαν.

Όλα ξεκίνησαν από μια ιδέα που μπήκε στο μυαλό του όταν ήταν στο δεύτερο έτος του πανεπιστημίου. Ήταν την εποχή που η ανθρωπότητα έπαιρνε τη στροφή της και αγκάλιαζε όλο και περισσότερο τα δεδομένα και τους αλγόριθμους που μπορούσαν να αναλύσουν τα πάντα. Τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του καθενός, τα ταλέντα, τους φόβους και τις ελπίδες. Κανείς όμως δεν είχε καταφέρει να αναπτύξει τον υπέρτατο αλγόριθμο: εκείνον που θα μπορούσε να σχεδιάσει το μονοπάτι της ζωής του καθένα ξεχωριστά και που θα μπορούσε ακόμα και να προβλέψει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια την πορεία της ζωής του: πόσο θα ζούσε, πως θα ζούσε, και τι θα έπρεπε να κάνει για να ζήσει.

Μοιράστηκε την ιδέα του με τους καθηγητές του και τους συμφοιτητές του. Όλοι ενθουσιάστηκαν. Όλοι τον αποθάρρυναν. Στην αρχή του είπαν πως ήταν απλά αδύνατο να γίνει, κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στο σημείο να δημιουργήσει ένα μοντέλο πρόβλεψης της ανθρώπινης ζωής. Και μόλις εκείνος άρχισε να αναπτύσσει τα επιχειρήματά του χρησιμοποιώντας συνδυαστικά θεωρίες και γνώσεις από τα πεδία της βιοτεχνολογίας, της κοινωνιολογίας, της κλινικής ψυχολογίας και της τεχνολογίας των υπολογιστών και της επεξεργασίας δεδομένων, τότε ήταν που προσπάθησαν να τον αποθαρρύνουν ακόμα περισσότερο. Και μπορούσε να δει καθαρά στα μάτια τους το γιατί. Επειδή φοβόντουσαν. Όχι μήπως αποτύγχανε. Αλλά μήπως τελικά πετύχαινε.

Δεν άκουσε κανέναν. Σαν πραγματικός επιστήμονας, ήξερε πως το σημαντικότερο ήταν να αφοσιωθεί στο στόχο του, να δοκιμάσει, να αποτύχει, να ξαναδοκιμάσει, να ξαναποτύχει, να επαναλάβει τη διαδικασία ασταμάτητα μέχρι να τα καταφέρει. Και έτσι και έκανε, και έτσι και συνέχισε να κάνει όσο ήταν ακόμα φοιτητής, μόλις αποφοίτησε, μόλις τελείωσε το διδακτορικό του, μόλις πήρε τη θέση του μόνιμου ερευνητή στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα με τις δραστηριότητες που του εξασφάλιζαν την επιβίωση, στον ελεύθερο χρόνο που του απέμενε κυνηγούσε το όνειρό του, χωρίς ποτέ να αμελήσει τα καθήκοντά του εκείνα που θα του εξασφάλιζαν την ανέλιξη στην επιστημονική κοινότητα. Γιατί από νωρίς είχε κατανοήσει πως αν ήθελε να έχει ελπίδα να πετύχει θα έπρεπε να εξασφαλίσει αδιάλειπτη πρόσβαση στα τεχνικά μέσα ενός πανεπιστημίου και στη μόνιμη ροή ενός σταθερού εισοδήματος. Ειδικά το τελευταίο ήταν το σημαντικότερο, καθώς η ανέχεια και η πείνα δεν αφήνουν χώρο και χρόνο για όνειρα και απώτερους στόχους.

Όπως ακριβώς το είχε φανταστεί, στην αρχή οι αποτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Κάθε αποτυχία ήταν και ένα χτύπημα στην καρδιά του και στο μυαλό του. Και κάθε χτύπημα τον πείσμωνε ακόμα περισσότερο. Και συνέχισε να συλλέγει δεδομένα και να δοκιμάζει, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που μετά από μια δεκαετία κατάφερε την πρώτη του επιτυχία: να προβλέψει με ακρίβεια την πορεία της ζωής ενός από τους φοιτητές του. Ενός νέου ο οποίος, όταν επεξεργάστηκε για πρώτη φορά τα δεδομένα του, ήταν είκοσι χρονών και υγιέστατος και μόλις έκλεισε τα εικοσιοκτώ έχασε τη ζωή του από καρκίνο στο πάγκρεας. Έσβησε ξαφνικά και απότομα, μέσα σε τρεις μήνες, χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς καμία εμφανή προδιάθεση, με τον αλγόριθμό του να το έχει προβλέψει πως θα συμβεί σε διάστημα εμπιστοσύνης 98%.

Ήταν ο πρώτος θάνατος που τον έκανε τόσο ευτυχισμένο στη ζωή του. Και στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι θάνατοι, αρρώστιες, αναπηρίες, εξελίξεις στις ζωές του ανθρώπινου δείγματός του που επιβεβαίωναν όλο και περισσότερο τον αλγόριθμό του. Και μετά ήρθαν και άλλες ικανότητες πρόγνωσης: πρόγνωση διαζυγίου, πρόγνωση επαγγελματικής αποτυχίας, πρόγνωση οικονομικής ανέλιξης, όλα βασιζόμενα στο υλικό που λάμβανε είτε από τους εθελοντές είτε από τις αντιδράσεις και τις προτιμήσεις των ανθρώπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τι τους άρεσε, που ταξίδευαν, τι σπουδές είχαν κάνει, σε ποια μαγαζιά έβγαιναν, πόσες φορές είχαν κάνει check in στο νοσοκομείο ή είχαν αναρτήσει κάτι για την υγεία τους. Όλα τα δεδομένα που χρειαζόταν ήταν εκεί έξω, άμεσα προσβάσιμα και διαθέσιμα για επεξεργασία.

Μοιράστηκε τα αποτελέσματά του σε έναν κλειστό κύκλο επιστημόνων και διανοούμενων. Όλοι του έδωσαν συγχαρητήρια. Όλοι τον φθόνησαν. Κάποιοι τον προέτρεψαν να πουλήσει τον Αλγόριθμο στην κυβέρνηση και στις ασφαλιστικές εταιρείες. Με αυτό τον τρόπο θα συνέβαλε στη βελτίωση της οικονομίας και της ανάπτυξης. Κάποιοι άλλοι τον προέτρεψαν να καταστρέψει τον Αλγόριθμο. Αν χρησιμοποιούνταν με τον λάθος σκοπό, θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόλυτη υποδούλωση και ακόμα και στην αλλοίωση της ίδιας της ανθρωπότητας. Όλοι είχαν δίκιο από την πλευρά τους. Εκείνος όμως δεν χρειαζόταν τη γνώμη κανενός, καθώς είχε αποφασίσει τι θα κάνει από το πρώτο λεπτό της μεγάλης ανακάλυψης.

Αν ακολουθούσε κάποια από τις προτάσεις που του έκαναν, θα έπαιρνε στην ουσία σαφή θέση. Και η ίδια η ύπαρξη του Αλγόριθμου δεν του επέτρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Εφόσον υπήρχε αλγόριθμος για την ανθρώπινη ζωή, ο ίδιος ο Αλγόριθμος ήταν που θα έπρεπε να αποφασίσει την πορεία των πραγμάτων. Και θα το έκανε αυτό με το να γίνει προσβάσιμος και διαθέσιμος στον καθένα, χωρίς περιορισμό. Το μεγάλο λογισμικό θα εξαπλωνόταν και θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στον τελικό προορισμό της.

Κοίταξε το διάγραμμα που είχε βγάλει ο Αλγόριθμος για τη δική του ζωή. Έπρεπε να βιαστεί. Εδώ και δύο ημέρες διένυε το διάστημα που προβλεπόταν πως θα πεθάνει από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Ήταν αναπόφευκτο. Αλλά πλέον ήταν έτοιμος. Είχε στήσει το ηλεκτρονικό του δίκτυο όπως ήθελε και μπορούσε να τον απελευθερώσει. Οδήγησε το βέλος του ποντικιού στη σχετική επιλογή και πάτησε αποστολή. Ήταν σίγουρος πως οι παραλήπτες, αναρχικοί, φανατικοί ισλαμιστές, νεοναζί, το Βατικανό, ασφαλιστικές εταιρείες, βιομηχανίες όπλων, τράπεζες, οι κυβερνήσεις της Βόρειας Κορέας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μεταξύ άλλων, θα έσπευδαν να εκμεταλλευτούν τον Αλγόριθμο και θα ξεκινούσαν χωρίς να το γνωρίζουν τις απαραίτητες διαδικασίες ώστε εκείνος να οδηγήσει την ανθρωπότητα στο μέλλον της.

Έγειρε πίσω στην καρέκλα του ικανοποιημένος. Χαμογέλασε. Ξαφνικά ένα μούδιασμα εξαπλώθηκε στη δεξιά πλευρά του σώματός του. Τον κυρίευσε μια απότομη ζαλάδα και προσπάθησε να σηκωθεί από την καρέκλα. Σωριάστηκε με όλο του το βάρος και έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να δει μια τελευταία φορά το διάγραμμα της ζωής του. Όλα μπροστά του θόλωσαν και στα λίγα δευτερόλεπτα που του απέμεναν προσπάθησε να το φανταστεί. Αυτό το ξερό διάγραμμα, αυτή την κατανομή των πιθανοτήτων της ζωής του που είχε μεγαλύτερη συμμετρία και από τα έργα του Βαν Γκογκ και που είχε σκίσει την ψυχή του σαν την Γκερνίκα του Πικάσο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις