Τότε που στάθηκα δειλός

Υπήρξε μια χαρακτηριστική φορά στη ζωή μου που στάθηκα δειλός. Αντιμετώπισα κάτι που με έκανε να το βάλω στα πόδια.Δεν μιλάω για κάποια περίπτωση κατά την οποία λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή της επιβίωσης. Σαν εκείνες τις φορές που ο πιο μεγαλόσωμος νταής στο σχολείο σου την πέφτει και γυρνάς και τρέχεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όχι. Τέτοιες φορές έχουν υπάρξει παραπάνω από μία στη ζωή μου και πάντα είχαν να κάνουν με τη στάθμιση των πιθανοτήτων επιβίωσης. Είναι οι στιγμές που καταλαβαίνεις πως δεν θα επιβιώσεις στη μάχη, οπότε το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να τραπείς σε φυγή και να ανασυνταχθείς μέχρι οι πιθανότητες για σύγκρουση να σε ευνοήσουν.
Μιλάω για κάτι τελείως διαφορετικό. Μιλάω για εκείνες τις περιπτώσεις που σε καλεί η ζωή να σταθείς στο ανάστημά σου και εσύ αποδεικνύεσαι κατώτερος των περιστάσεων και του ίδιου σου του εαυτού και των ιδεών με τις οποίες έχεις μεγαλώσει. Δηλαδή των βιβλίων που διάβασες και των τραγουδιών που ψιθύρισες όταν ήσουν παιδί.

Ήταν μια ηλιόλουστη Κυριακή μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Πολλά χρόνια πριν, δεν θυμάμαι καν πόσα. Πάντως η κρίση δεν είχε έρθει ακόμα στη χώρα. Μιλάμε για τόσο παλιά. Αν και ο ήλιος άπλωνε το χρώμα του πάνω στο μουντό γκρίζο των πολυκατοικιών, το κρύο επικρατούσε και διαπερνούσε το κορμί.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν μια άχρωμη αργία. Από εκείνες τις χαρακτηριστικές Κυριακές που μυρίζουν μονοτονία και μιζέρια, ημέρες κατά τις οποίες δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτα περισσότερο από το να περιμένει το ξεκίνημα μιας ακόμα πιο μονότονης και μίζερης εβδομάδας. Με τις μονότονες δουλειές στα τετραγωνισμένα και ανήλιαγα γραφεία, με τους λογαριασμούς να περιμένουν να πληρωθούν αφημένοι πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού (εκείνο το στολισμένο με το σεμεδάκι της γιαγιάς), με τα παιδιά να παρακαλούν τους γονείς τους από το μεσημέρι κιόλας να μην τα βάλουν για ύπνο πριν τελειώσουν τα αθλητικά στην τηλεόραση. Ήταν μια τέτοια Κυριακή, εν αναμονή μιας τέτοιας εβδομάδας.

Δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος στο δρόμο. Περπατούσα στην μεγάλη λεωφόρο και πήγαινα προς την αγαπημένη μου καφετέρια. Ήθελα να αράξω και να διαβάσω μαζί με ένα φίλο που με περίμενε. Εκείνο τον χειμώνα αυτή ήταν η ιεροτελεστία μας. Σκοτώναμε τη μιζέρια του μεσημεριού της Κυριακής διαβάζοντας και συζητώντας για ταξίδια μακρινά χωρίς επιστροφή. Ταξίδια που τελικά δεν έγιναν ποτέ.

Κοιτούσα κάτω, λες και περπατούσα σε ένα ναρκοπέδιο και έπρεπε να έχω το νου μου, και στα ακουστικά μου έπαιζε ηλεκτρονική μουσική. Μου άρεσε τότε η ηλεκτρονική μουσική. Ερχόταν από κάπου αλλού και με βοηθούσε να ονειρεύομαι πως θα πάω κάπου αλλού. Όμως, αν και κοιτούσα το πεζοδρόμιο, κάτι που γενικά έκανα τότε όταν περπατούσα, με την άκρη του ματιού μου φρόντιζα να προσέχω και τι υπήρχε μπροστά μου. Δεν ήθελα να καρφωθώ σε καμία κολώνα ή σε κανέναν άλλον περαστικό. Την είχα πατήσει στο παρελθόν και έπαιρνα τα μέτρα μου.

Στα μισά περίπου της διαδρομής η ματιά μου έπιασε μια γυναίκα να περνάει από μπροστά μου αλαφιασμένη. Ασυναίσθητα σήκωσα το κεφάλι μου και την αντίκρισα. Ήταν μια κυρία από εκείνες που ο κόσμος λέει «καθώς πρέπει». Μελαχρινή, περίπου καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερή μου, προσεγμένη και καθαρή. Θα μπορούσε να έχει μια σημαντική θέση ευθύνης στην κοινωνία. Πραγματικά σημαντική, δασκάλα ή παιδίατρος, και όχι κοινωνικά σημαντική, δηλαδή πολιτικός ή στέλεχος επιχείρησης. Ήταν συντηρητικά ντυμένη, είχε την τσάντα της σφιγμένη στην δεξιά της μασχάλη και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν τραβηγμένα από την αγωνία.

Το βλέμμα της ήταν απλανές, σαν να κοιτούσε κάτι που δεν υπήρχε. Το πουθενά ίσως. Αν και δεν την κυνηγούσε κανείς, φαινόταν σαν να έτρεχε να ξεφύγει από κάτι. Με προσπέρασε χωρίς να με κοιτάξει. Μια δύναμη με έκανε να σταθώ ακίνητος στο σημείο που βρισκόμουν. ‘Έβγαλα τα ακουστικά από τα αυτιά μου και βάλθηκα να την παρακολουθώ καθώς απομακρυνόταν.

Ξαφνικά, και αφού είχε απομακρυνθεί μερικά βήματα, την είδα να ξεσπάει σε κλάματα. Εκεί, στη μέση του πεζοδρομίου, άρχισε να κλαίει γοερά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έκανε στην άκρη και χώθηκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Δεν πρέπει να ήταν η πολυκατοικία που έμενε γιατί δεν την είδα να κάνει κάποια κίνηση στην τσάντα της να ψάξει για κλειδιά. Ακούμπησε πάνω στο τζάμι της εισόδου και παραδόθηκε τελείως στα δάκρυα που είχαν μουσκέψει το πρόσωπό της. Έκλαιγε με αναφιλητά, και φαινόταν να είναι σε απόγνωση.

Μου ήρθε να την πλησιάσω και να της πω «συγνώμη κυρία μου, είσαστε καλά; Μήπως χρειάζεστε κάτι; Θα μπορούσα να σας βοηθήσω;».
Δεν το έκανα. Η ίδια δύναμη που με βίδωσε στη θέση μου όταν την είδα να περνάει από μπροστά μου, η ίδια ακριβώς δύναμη με έκανε να ξαναβάλω τα ακουστικά μου στα αυτιά μου, να γυρίσω το κεφάλι μου, να κοιτάξω κάτω και να συνεχίσω την πορεία μου προς την καφετέρια. Προσποιούμενος πως δεν την είχα δει.

Η υπόλοιπη Κυριακή κύλησε όπως αναμενόταν. Με εμένα και τον φίλο μου μέσα στη μιζέρια, με κουβέντες για ταξίδια μακρινά χωρίς επιστροφή, και με την εικόνα της κυρίας που έκλαιγε να έχει απωθηθεί σε κάποιο σκοτεινό σημείο του μυαλού μου. Δεν έκανα καμία αναφορά για εκείνη ούτε στον φίλο μου ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Σαν τα σχετικά καρέ από το φιλμ του εγκεφάλου μου να είχαν καεί.

Η εικόνα της μου ξανάρθε μονάχα μετά από πολύ καιρό. Μέρες, μήνες, χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς, πάντως τελείως ξαφνικά κάποια μέρα ήρθε και με βρήκε η ανάμνηση αυτής της καθώς πρέπει κυρίας που ξέσπασε σε κλάματα στη μέση της μεγάλης λεωφόρου. Μαζί με την εικόνα της ήρθε και με κυρίευε ένα αμείλικτο «Γιατί»; Γιατί την προσπέρασα προσποιούμενος πως δεν την είδα; Γιατί δεν πήγα να της μιλήσω και να της προσφέρω μια χείρα βοηθείας ή μια κουβέντα παρηγοριάς; Γιατί φοβήθηκα; Τι φοβήθηκα και το έβαλα στα πόδια;

Ποτέ μου δεν κατάφερα να απαντήσω όλα αυτά τα γιατί και εκείνο το τι. Το μόνο που απέμεινε μέσα στο μυαλό μου ήταν η εικόνα της να κλαίει γοερά. Μια εικόνα με ακολουθεί ακόμα. Μια καθώς πρέπει κυρία, εντελώς αδύναμη, να έχει ανάγκη τη βοήθεια κάποιου, και να την προσπερνώ λες και ήταν αόρατη.

Εκείνη την ημέρα στάθηκα δειλός απέναντι στον εαυτό μου και στις ιδέες μου. Στα βιβλία που είχα διαβάσει και στα τραγούδια που είχα ψιθυρίσει. Και για εκείνη την ημέρα, δεν συγχώρεσα ποτέ τον εαυτό μου.

Πρώτη δημοσίευση στους Apodyoptes.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις