Η τελευταία παρέλαση



Ο πόνος στον δεξί του ώμο είχε γίνει αφόρητος. Η τσάντα που κρεμόταν από την πλάτη του ήταν βαριά και εκείνος όσο περνούσε η ώρα έχανε ολοένα και περισσότερο τις δυνάμεις του. Προς στιγμήν, του ήρθε να την βγάλει και να την ακουμπήσει στο μικρό κενό που άφηνε το πλήθος μπροστά του. Έτσι, για να ξεκουραστεί λιγάκι. Έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη. Οποιοσδήποτε κραδασμός μπορούσε να αποβεί μοιραίος. Και δεν ήθελε να γίνει η έκρηξη σε εκείνο το σημείο. Όχι εκεί, όχι τόσο μακριά από την εξέδρα των επισήμων, όχι πριν δει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους υπόλοιπους να λαμβάνουν τις θέσεις τους για την παρέλαση.

Έπρεπε πάση θυσία να αντέξει τον πόνο για μερικά λεπτά ακόμα, μέχρι τη στιγμή που ο άνθρωπος για τον οποίο είχε γεμίσει αυτή την τσάντα με εκρηκτική ύλη και καρφιά θα βρισκόταν στο σημείο που έπρεπε. Και εκεί, λίγο πριν την έναρξη της παρέλασης, θα έτρεχε όπως δεν είχε τρέξει ποτέ ξανά στη ζωή του, θα έφτανε όσο πιο κοντά μπορούσε και θα πατούσε το κουμπί της εκπυρσοκρότησης. Θα πέθαινε, αλλά θα έπαιρνε και άλλους μαζί του. Και για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του, θα ολοκλήρωνε μία πράξη για την οποία θα ένιωθε υπερήφανος.

Κοίταξε τριγύρω του. Παιδάκια με τους γονείς τους και μια πλαστική σημαία περίμεναν υπομονετικά να ξεκινήσει η παρέλαση. Θυμήθηκε τον εαυτό του σε αυτές τις ηλικίες. Πάντα του άρεσε να πηγαίνει στην παρέλαση και να χαζεύει τους στρατιώτες και τα άρματα. Χωρίς να είναι φανατικός οπαδός του στρατού, για κάποιον λόγο το θέαμα τον συνέπαιρνε. Και γι αυτό ίσως και όταν μεγάλωσε να έπαιζε τόσα πολλά πολεμικά παιχνίδια στην παιχνιδομηχανή του. Προς στιγμήν, το βλέμμα του καρφώθηκε σε ένα ξανθό κοριτσάκι με φωτεινά πράσινα μάτια. Ήταν περίπου δέκα χρονών, και κρατούσε με σιγουριά το χέρι του πατέρα της περιμένοντας και εκείνη την παρέλαση. Ένιωσε για λίγο να τον συνεπαίρνει μια συγκίνηση και να καρφώνεται μια αμφιβολία στο μυαλό του. Άξιζε για να πετύχει το στόχο του να πεθαίνουν και αθώοι; Ήταν δίκαιο; Η συνείδησή του απάντησε βίαια και με μιας πως, όσο δίκαιο ήταν να πεθάνει εκείνος έτσι ξαφνικά, τόσο δίκαιο θα ήταν να πεθάνουν και κάποιοι από τους γύρω του. Τουλάχιστον ο θάνατός τους θα υπηρετούσε ένα ανώτερο σκοπό. Τον δικό του σκοπό.

Έκλεισε τα μάτια, άφησε το ψιλόβροχο να καθαρίσει το πρόσωπό του και, σε μια προσπάθεια να αυτοσυγκεντρωθεί, έφερε στη σκέψη του τα γεγονότα που τον είχαν οδηγήσει ως εκείνο το σημείο.  Όλα ξεκίνησαν πριν από τρεις μήνες. Με εκείνες τις εξετάσεις αίματος. Απλή ρουτίνα, ένα γενικό τσεκ απ. Με κάποιους δείκτες να ξεφεύγουν λίγο παραπάνω από το κανονικό και τον γιατρό να γράφει συμπληρωματικές εξετάσεις. Οι οποίες έδειξαν πως και άλλοι δείκτες ξέφευγαν και οδήγησαν και σε άλλες εξετάσεις. Και μετά ήρθαν οι βαριές εξετάσεις, και μετά ήρθε η διάγνωση: καρκίνος στο συκώτι, σε προχωρημένο στάδιο. Τρεις με έξι μήνες προσδόκιμο ζωής. Μη αναστρέψιμη κατάσταση.
Όταν του το ανακοίνωσε ο γιατρός,  λιποθύμησε. Ξύπνησε σε ένα κρεβάτι του νοσοκομείου μετά από αρκετές ώρες και μόλις ένιωσε τον εαυτό του δυνατό σηκώθηκε τρεκλίζοντας και , παρά τα παρακάλια του νοσηλευτικού προσωπικού, βγήκε τρέχοντας από το νοσοκομείο και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Περιπλανήθηκε μέχρι τα ξημερώματα χωρίς να απαντάει στις κλήσεις της μητέρας του με την οποία ζούσε από τότε που γεννήθηκε. Βρέθηκε σε ένα καφέ στο λιμάνι, δίπλα από ναυτικούς και ιερόδουλες, να πίνει ένα άθλιο εσπρέσο και να αναρωτιέται τι είχε κάνει για να του αξίζει αυτό που του συνέβαινε.

Ποτέ του δεν είχε υπάρξει ένας έντονος χαρακτήρας. Πάντοτε περνούσε απαρατήρητος, χωρίς να τον ενδιαφέρουν και πολλά πολλά. Το μόνο που του άρεσε ήταν να παίζει τα πολεμικά παιχνίδια του στην παιχνιδομηχανή του. Πήγαινε κάθε πρωί στη δουλειά του, σε εκείνη τη βαρετή δουλειά που είχε σαν αποθηκάριος, ολοκλήρωνε το οκτάωρό του χωρίς να μιλάει σε κανέναν, και μόλις γυρνούσε σπίτι του συνδεόταν στο διαδίκτυο και έπαιζε. Αυτό και οι παρελάσεις ήταν τα μόνα πράγματα που τον έκαναν ευτυχισμένο. Ούτε φίλους είχε ποτέ, ούτε σχέση, ούτε την περιέργεια να ταξιδέψει στην άλλη άκρη της γης. Του αρκούσε ο κόσμος στην οθόνη του και η παρέλαση που έβλεπε κάθε χρόνο.
Και τότε, σε εκείνο το καφέ της συμφοράς, λίγο πριν το πιο θλιβερό ξημέρωμα της ζωής του, σκεπτόμενος όλα αυτά, τότε ήταν που αναρωτήθηκε όχι τι είχε κάνει για να του αξίζει αυτό που τον βρήκε, αλλά αν είχε κάνει κάτι για να μην του αξίζει. Συλλογίστηκε τη ζωή του, πώς την πέρασε σε μια οθόνη, κλεισμένος σε ένα σπίτι, χωρίς καμία διάθεση να βγει από το καβούκι του, να τολμήσει, να νιώσει χαρά, να πληγωθεί, να ρουφήξει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης στο έπακρο. Με τρόμο αντιλήφθηκε πως πλέον του έμενε ελάχιστος χρόνος για να καλύψει το χαμένο έδαφος. 
Συνειδητοποίησε πως θα έφευγε από αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχει κάνει κάτι που να αξίζει, κάτι για το οποίο θα τον θυμόντουσαν οι ελάχιστοι άνθρωποι που είχε γνωρίσει. Τον έπιασαν δάκρυα. Οι γύρω του έκαναν πως δεν τον έβλεπαν. Κοίταξε βουρκωμένος προς τα πάνω. Αντίκρισε την οθόνη της τηλεόρασης που ήταν στερεωμένη πάνω από τη μπάρα του καφέ. Έπαιζε σε μαγνητοσκόπηση το δελτίο ειδήσεων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεξιωνόταν έναν ακόμα επίσημο. Ξανάφερε το βλέμμα του στον καφέ του. Και όπως στεκόταν εκεί, να κοιτάζει τον εσπρέσο του στο χάρτινο ποτήρι και να προσπαθεί να πνίξει τα δάκρυά του, άκουσε τον διπλανό του:

«Ρε ένας, ένας μάγκας, ένας μάγκας δεν υπάρχει να κάνει ένα ντου να τινάξει στον αέρα όλους αυτούς τους παλιοπούστηδες; Μας έχουν φάει τη ζωή τα καθάρματα! Ένας ήρωας ρε δεν υπάρχει να τους φάει όλους και μετά να του στήσουμε ένα άγαλμα ίσα με το μπόι του;»

Ξαφνικά τα δάκρυα σταμάτησαν να κυλούν από τα μάτια του. Το πρόσωπό του έλαμψε. Σε όσους τον παρατηρούσαν φάνηκε σαν αυτός ο άνθρωπος να δέχτηκε ξαφνικά τη θεία επιφοίτηση. Άφησε χρήματα πάνω στη μπάρα για τον καφέ του και βγήκε έξω. Περπάτησε για αρκετή ώρα στο λιμάνι. Ήταν πια τα πρώτα λεπτά του ξημερώματος. Όσο αυξανόταν η κίνηση στο δρόμο, τόσο περισσότερο καθάριζε και το μυαλό του. Το έφερε από εδώ, το έφερε από εκεί, ξανασκέφτηκε τα λόγια του τύπου στο καφέ και κατάλαβε πως πλέον ήξερε τι θα ήθελε να κάνει πριν εγκαταλείψει αυτό τον κόσμο. Θα έφευγε, αλλά θα φρόντιζε να τον θυμούνται για πάντα. Θα έπαιρνε μαζί του και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και οποιονδήποτε άλλον πολιτικό στεκόταν δίπλα του. Και μάλιστα θα το έκανε στην επόμενη παρέλαση, που ήταν μόλις μερικές εβδομάδες μακριά. Αρκεί να ήταν τυχερός και να έμενε ζωντανός μέχρι τότε.

Με βάση όσα του είχε πει ο γιατρός, πρέπει να προλάβαινε. Θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να φτάσει μέχρι εκεί. Με αυτή του τη σκέψη, πήρε ένα ταξί και πήγε σπίτι του. Δεν έπεσε για ύπνο. Δικαιολογήθηκε στη μητέρα του πως είχε μπλέξει με μια κοπέλα το προηγούμενο βράδυ, κάτι που από τη μία την εξέπληξε καθώς ήταν η πρώτη φορά που της έλεγε κάτι τέτοιο και από την άλλη την έκανε να μην τον ρωτήσει τίποτα άλλο καθώς φοβήθηκε μήπως χαλάσει την τύχη του γιού της, και πήγε στη δουλειά άυπνος. Με το που έφτασε παραιτήθηκε χωρίς να δώσει καμία απολύτως εξήγηση. Άφησε τον προϊστάμενό του με γουρλωμένα μάτια να τον κοιτάζει εμβρόντητος και να προσπαθεί να καταλάβει τι είχε συμβεί και εγκατέλειψε τον χώρο της δουλειάς του με αποφασιστικό βήμα. Πέρασε το υπόλοιπο της ημέρας σε ένα ίντερνετ καφέ όπου άρχισε να επεξεργάζεται τις πρώτες λεπτομέρειες του σχεδίου του.

Οι επόμενοι μήνες κύλησαν μέσα σε πόνους και πυρετώδεις προετοιμασίες. Δεν είπε στη μητέρα του τίποτα. Ούτε για την αρρώστιά του, ούτε για το γεγονός πως είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του. Τις υποτιθέμενες εργάσιμες ώρες τις περνούσε σε διάφορα ίντερνετ καφέ όπου έκανε με αφοσίωση την έρευνά του. Μεταξύ άλλων, έψαχνε και εύκολους τρόπους κατασκευής μιας βόμβας. Διαπίστωσε πως δεν ήταν δύσκολο, όπως δεν ήταν δύσκολο να βρει και τα κατάλληλα υλικά.  Στο ίντερνετ και στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς του υπήρχαν τα πάντα. Και όσο περνούσαν οι εβδομάδες, τόσο καλύτερους τρόπους κατασκευής έβρισκε. Και τόσο περισσότερο πονούσε και εξασθενούσε. Και βάδιζε προς το θάνατο μόνος, με μοναδική του ευχή κάθε μέρα που ξυπνούσε και προσευχή κάθε βράδυ που κοιμόταν να έμενε ζωντανός μέχρι την παρέλαση. Και μετά ας πέθαινε.

Η μουσική του αγήματος διέκοψε τις σκέψεις του. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε προς την εξέδρα των επισήμων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπαιρνε τη θέση του, συνοδευόμενος από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας και τον Αρχιεπίσκοπο. Ήταν η ώρα. Σιγά σιγά, πέρασε ανάμεσα από όσους βρίσκονταν μπροστά του και βρέθηκε στο εμπόδιο που είχε βάλει η αστυνομία για το πλήθος. Κοίταξε τις θέσεις των αστυνομικών. Ο κοντινότερος ήταν δύο μέτρα μακριά του. Για κάποιο μυστήριο λόγο, τα μέτρα ασφαλείας ήταν χαλαρά. Ίσως επειδή κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα υπήρχε κάποιος σαν αυτόν που θα δοκίμαζε κάτι τόσο τρελό. Άλλωστε, ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν υπάρξει παρατράγουδα κατά τη διάρκεια της παρέλασης, καθώς ήταν το κατεξοχήν γεγονός που ένωνε όλο το έθνος και όλους τους πολιτικούς χώρους.

Με μια αποφασιστική κίνηση πήδηξε πάνω από το εμπόδιο και άρχισε να τρέχει προς την εξέδρα των επισήμων. Άκουσε θυμωμένες φωνές να τον καλούν να σταματήσει. Τις αγνόησε. Ένιωσε ένα χέρι να τον αρπάζει από το αριστερό μανίκι. Τον έκανε για λίγο να χάσει την ισορροπία του και να παραπατήσει ελαφρώς, όμως με μια κίνηση που δεν κατάλαβε ούτε εκείνος πως την έκανε απελευθερώθηκε και συνέχισε την ξέφρενη πορεία του. Πλησίαζε όλο και περισσότερο προς την εξέδρα. Είδε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να τον κοιτάζει ανήσυχος. Χαμογέλασε και χάιδεψε τον πυροκροτητή στο δεξί του χέρι. Είχε έρθει η ώρα. Επιτέλους, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του θα έκανε κάτι που θα ξεπερνούσε τον ίδιο του τον εαυτό και για το οποίο αν μπορούσε να μείνει ζωντανός θα ήταν υπερήφανος. Ναι, ήταν μια θυσία που άξιζε. Αυτή η τελευταία σκέψη τον έκανε να κερδίσει δύο ακόμα μέτρα.

Και ξαφνικά, λίγο πριν πιέσει τον αντίχειρά του, άκουσε έναν κρότο και ένιωσε ένα κάψιμο στην πλάτη. Και μετά και άλλος κρότος, και άλλο κάψιμο, στο πόδι, στον μηρό, και πάλι στην πλάτη. Βρέθηκε πεσμένος στον δρόμο, να βαριανασαίνει και να προσπαθεί να πατήσει τον πυροκροτητή. Πονούσε σε όλο του το σώμα. Αφόρητα. Είδε πόδια να τον πλησιάζουν. Μάζεψε όση ζωή του είχε απομείνει και ανάσανε. Έκλεισε τα μάτια του, έσφιξε τα δόντια και συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις στον αντίχειρα. Με μια τελευταία ανάσα, πίεσε τον πυροκροτητή. Ακολούθησε ένας βόμβος και μετά τίποτα άλλο. Ξαφνικά και απροειδοποίητα, ο πόνος που ένιωθε σε όλο του το σώμα έφυγε. Όπως ξαφνικά και απροειδοποίητα είχε έρθει να του χτυπήσει την πόρτα για πρώτη φορά στη ζωή του μερικούς μήνες πριν.



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που μπορούν να με βελτιώσουν είναι πάντα ευπρόσδεκτα.

Δημοφιλείς αναρτήσεις