Οι χαρτοπετσέτες

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που τα βράδια του άρεσε να αράζει σε κάτι υπόγειες ταβέρνες και να γράφει ποιήματα σε χαρτοπετσέτες.

Μπορεί να μην έγραφε και ποιήματα, ή μπορεί να μην έγραφε μόνο ποιήματα. Πάντως, έγραφε σε χαρτοπετσέτες.

Και πάντα εξαντλούσε την έμπνευσή του σε μία και μόνο κάθε βράδυ, ποτέ σε περισσότερες. Αν τυχόν δεν του έφτανε η μία πλευρά της επιφάνειας, γυρνούσε και έγραφε και από την άλλη. Και αν ξεκινώντας έβλεπε πως ήθελε να γράψει πολλά, φρόντιζε να κάνει μικρά γράμματα για να του φτάσει ο χώρος.

Συνήθως όμως, έγραφε λίγα. Μερικούς στίχους, δυο τρεις στροφές το πολύ. Σπάνια κάτι περισσότερο.

Καθόταν πάντα μόνος. Φορούσε κοστούμι, συνήθως μαύρο ή γκρίζο ή σκούρο χρώμα τέλος πάντων, με λευκό ή ανοιχτόχρωμο πουκάμισο για να κάνει αντίθεση, χωρίς γραβάτα. Ήταν πάντοτε αρωματισμένος, δεν κάπνιζε -παρότι τα μέρη που πήγαινε ήταν γεμάτα από κάπνα- και έπινε ένα καραφάκι τσίπουρο. Μόνος. Κάθε βράδυ.

Παράγγελνε και κανά δυο πιάτα μεζεδάκια για να συνοδεύσει το τσίπουρο αλλά συνήθως δεν τσιμπούσε πάνω από δύο πιρουνιές. Δεν φαινόταν να τρώει πολύ. Ήταν αδύνατος. Ψιλόλιγνος για την ακρίβεια.

Ποτέ δεν πήγαινε σε μαγαζιά με ζωντανή μουσική και ποτέ δεν πήγαινε στο ίδιο μαγαζί δύο βράδια. Του άρεσε η ποικιλία. Μοιραία λοιπόν, μετά από τόσα χρόνια καθημερινών βραδινών εξορμήσεων, είχε φτάσει στο σημείο να τον γνωρίζουν πια σε όλα τα υπόγεια της πόλης. Και ίσως κάποιες φορές, μετά από πολύ καιρό, να επισκεπτόταν και το ίδιο. Αλλά αυτό ήταν καθαρά τυχαίο γεγονός, ή μάλλον αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης πράξης του, που από ένα σημείο κι έπειτα εξάντλησε όλες τις πιθανές επιλογές, ακόμα και σε αυτή την τόσο μεγάλη πόλη.

Σε καμία περίπτωση πάντως δεν ήθελε να έχει ένα στέκι.

Ήταν ένας απλός άνθρωπος, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Δούλευε υπάλληλος σε κάποια εταιρεία. Ήταν καλός στη δουλειά του. Δεν ήθελε όμως πολλά πολλά. Του είχαν προτείνει τόσες φορές να τον κάνουν τμηματάρχη ή κάτι τέτοιο, αλλά αυτός αρνιόταν. Δεν ήθελε ευθύνες στο κεφάλι του. Το μόνο που του άρεσε ήταν να γράφει στίχους, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, πάνω στις χαρτοπετσέτες και μετά να τις μαζεύει.

Είδαν και αποείδαν και εκείνοι, αποφάσισαν να τον αφήσουν ήσυχο και δεν τον ξαναενόχλησαν ποτέ. Στο κάτω κάτω, δουλειά έβγαζε και μάλιστα πολλή. Στην πραγματικότητα η κατάσταση τους συνέφερε. Έκανε πολλά χωρίς να παίρνει τα ανάλογα.

Αν και καθόταν μόνος του κάθε βράδυ, μοναχικό δεν τον έλεγες. Είχε πολλούς γνωστούς και κανα δυο-τρεις φίλους. Είχε και έναν κολλητό. Όχι και άσχημα γι΄ αυτή την εποχή.

Απλώς του άρεσε αυτό, να κάθεται δηλαδή μόνος του, να πίνει το τσιπουράκι του, να χαζεύει τις παρέες γύρω του και να γράφει τα στιχάκια του στις χαρτοπετσέτες. Ή ό,τι έγραφε τέλος πάντων.
Και πάντα μία χαρτοπετσέτα τη φορά.

Λοιπόν αυτός ο άνθρωπος ανακάλυψε κάποια στιγμή πως είχε μια σπάνια ασθένεια. Και πέθανε. Στάθηκε άτυχος γιατί πέθανε νέος. Ευτυχώς δεν υπέφερε πολύ, αλλά όπως και να το κάνεις είναι τραγικό, ένας άνθρωπος να φεύγει νωρίς.

Τις τελευταίες του ημέρες σκέφτηκε να μαζέψει τις χαρτοπετσέτες του, να καθαρογράψει τα κείμενα και να τα εκδώσει. Τον έπιασε μια περιέργεια που δεν είχε ξανανιώσει. Ήθελε να μάθει πως θα φαίνονταν τα γραπτά του σε άλλους ανθρώπους.

Μετά το σκέφτηκε καλύτερα και αποφάσισε να μην το κάνει. Όχι γιατί φοβόταν κάτι. Ούτως ή άλλως σε λίγο καιρό θα πέθαινε, οι γιατροί ήταν σαφέστατοι, οπότε τι χειρότερο μπορούσε να του συμβεί. Απλά, κατάλαβε και πάλι, ακόμα και ένα βήμα πριν τον θάνατο, πως τελικά δεν τον ενδιέφερε να διαβαστούν τα κείμενά του από άλλους.

Ήταν τόσο δικά του, ώστε δεν έβλεπε για ποιον λόγο θα έπρεπε να ενδιαφέρουν κάποιον άλλον.

Προς στιγμήν σκέφτηκε να χαρίσει τις χαρτοπετσέτες του στον κολλητό του. Όμως μετά του ήρθε στο μυαλό ο Φραντς Κάφκα και ο Μαξ Μπροντ. Αποφάσισε να μην την πατήσει όπως ο Κάφκα και δεν έδωσε τις χαρτοπετσέτες του στον κολλητό του.

Τις έβαλε σε ένα συρτάρι και τις άφησε εκεί. Το πιο πιθανό ήταν, μετά από το θάνατό του να τις πετούσαν όταν θα καθάριζαν στο σπίτι, χωρίς καν να έμπαιναν στον κόπο να διαβάσουν τι είχε γράψει.

Για αυτή του την απόφαση δεν μετάνιωσε. Ούτε καν τις τελευταίες του στιγμές. Για τίποτα δεν μετάνιωσε τις τελευταίες του στιγμές. Ούτε πικράθηκε για το γεγονός πως πέθαινε νέος. Ένα πράγμα μόνο τον έτρωγε. Που δεν είχε κάνει τατουάζ.

Πάντα ήθελε να κάνει ένα τατουάζ. Έναν αετό στην πλάτη, με ανοιχτά φτερά. Είχε βρει και το σχέδιο και είχε καταλήξει ακόμα και στον tattoo artist που θα του το έκανε. Όμως δεν πήγε να το κάνει ποτέ.

Ήταν λίγο υποχόνδριος και φοβόταν μην πάθει καμία μόλυνση από τις βελόνες.
Αυτό ήταν το μόνο για το οποίο μετάνιωσε τις τελευταίες του στιγμές.

(πρώτη δημοσίευση στους Apodyoptes)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις